- ζαλιάρης
- ισσα , ικο1) вызывающий, причиняющий хлопоты, беспокойство; 2) докучливый, надоедливый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαλιάρης — ισσα, ικο και ζαλιάρικος, η, ο [ζαλιά] αυτός που προκαλεί φροντίδες, ο φορτικός («ζαλιάρικο, ζαλιάρικο, μικρό και σκανταλιάρικο») … Dictionary of Greek